- φλεγματικος
- φλεγματικόςφλεγμᾰτικός3воспалительный
(πάθος Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πάθος Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φλεγματικός — abounding in phlegm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγματικός — ή, ό / φλεγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [φλέγμα, ατος] φλεγματώδης νεοελλ. 1. (ψυχολ.) ένας από τους τέσσερεις βασικούς, σύμφωνα με τη θεωρία τής κράσης, τύπους τής ιδιοσυγκρασίας τού ανθρώπου 2. μτφ. ψύχραιμος, απαθής, ασυγκίνητος … Dictionary of Greek
φλεγματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με το φλέγμα (βλ. λ.). 2. μτφ., ψύχραιμος, απαθής, ασυγκίνητος, γαλήνιος: Οι Άγγλοι είναι φλεγματικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλεγματικά — φλεγματικός abounding in phlegm neut nom/voc/acc pl φλεγματικά̱ , φλεγματικός abounding in phlegm fem nom/voc/acc dual φλεγματικά̱ , φλεγματικός abounding in phlegm fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγματικώτερον — φλεγματικός abounding in phlegm adverbial comp φλεγματικός abounding in phlegm masc acc comp sg φλεγματικός abounding in phlegm neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγματικωτέραις — φλεγματικός abounding in phlegm fem dat comp pl φλεγματικωτέρᾱͅς , φλεγματικός abounding in phlegm fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγματικωτέρων — φλεγματικός abounding in phlegm fem gen comp pl φλεγματικός abounding in phlegm masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγματικῶν — φλεγματικός abounding in phlegm fem gen pl φλεγματικός abounding in phlegm masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγματικόν — φλεγματικός abounding in phlegm masc acc sg φλεγματικός abounding in phlegm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγματικαῖς — φλεγματικός abounding in phlegm fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγματικοῖς — φλεγματικός abounding in phlegm masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)